βενζινοκίνητος

βενζινοκίνητος
-η, -ο
αυτός που κινείται με βενζίνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βενζινοκίνητος — η, ο αυτός που κινείται με βενζινοκινητήρα: Όλα τα ταχύπλοα σκάφη είναι βενζινοκίνητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”